νοομάντης

νοομάντης
ο
θηλ. -ισσα αυτός που έχει την ικανότητα της νοομαντείας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νοομάντης — ο, θηλ. νοομάντις, ιδος άτομο που έχει την ικανότητα να μαντεύει τη σκέψη άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + μάντης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”